Τσεχοσλοβακία

Τσεχοσλοβακία
η Чехословакия;
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας Чехословацкая Социалистическая Республика (ЧССР)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Τσεχοσλοβακία" в других словарях:

  • Άλτερ Φραντς — (Τσεχοσλοβακία 1749 – Βιέννη 1804). Ιησουίτης φιλόλογος και κριτικός. Ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας και διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής και της εβραϊκής στα πανεπιστήμια της Πράγας και της Βιέννης. To συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ντούμπτσεκ, Αλεξάντερ — (Alexander Dubcek, Ούροβεκ Σλοβακίας 1921 – 1992). Σλοβάκος πολιτικός. Μικρός εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Κιρκισία της Σοβιετικής ΄Ενωσης (1925 38), όπου και σπούδασε μηχανικός. Αργότερα και κατά την τριετία 1955 58 σπούδασε επιπλέον… …   Dictionary of Greek

  • Κόσιτσε — (Kόsice). Πόλη (236.093 κάτ. το 2001) της Σλοβακίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κοσικί (6.753 τ. χλμ., 766.012 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Χόρναντ, στους πρόποδες των Καρπαθίων. Διαθέτει καλό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και… …   Dictionary of Greek

  • Σιλεσία — (Slgsk πολωνικά, Slezsko τσεχοσλοβακικά, Schlesien γερμανικά). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης, η οποία υπάγεται τώρα στην Πολωνία, στην οποία ανήκει το μεγαλύτερο τμήμα της, και στην Τσεχοσλοβακία. Σε μεγάλες γραμμές η Σ. αντιστοιχεί στο… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • Σουδήτες — οι, Ν ιστορικός όρος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί τής Βοημίας για να ξεχωρίζουν από τους άλλους κατοίκους τής Τσεχοσλοβακίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Sudeten, οροσειρά στην βόρεια Τσεχοσλοβακία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»